ἐπίπλοα
Look at other dictionaries:
ἐπίπλοα — neut nom/voc/acc pl ἐπίπλοον fold of the peritoneum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλόων — ἐπίπλοα neut gen pl ἐπίπλοον fold of the peritoneum neut gen pl ἐπίπλοος 1 sailing against masc gen pl ἐπίπλοος 2 sailing against masc gen pl (epic doric ionic) ἐπιπλάζω fut part act masc voc sg (epic) ἐπιπλάζω fut part act neut nom/voc/acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek